- ἀνεπισκότιστος
- ἀν-επι-σκότιστος, nicht verdunkelt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπισκότητος — ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, ον (AM) αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι … Dictionary of Greek